- ἰβυκινίζω
ἰβυκινίζω, = ἰβύζω, E. G. v. ἴβυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰβυκινίζω, = ἰβύζω, E. G. v. ἴβυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιβυκινίζω — ἰβυκινίζω και ἰβυκινῶ, έω (Α) επευφημώ, βοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ, πιθ. με επίδραση τού βυκινίζω] … Dictionary of Greek
ιβυκινήτης — ἰβυκινήτης, ὁ (Α) [ιβυκινίζω] σαλπιγκτής … Dictionary of Greek