ἴττω

ἴττω

ἴττω, böot. = ἴστω, imperat. von οἶδα; ἴττω Ζεύς, ἴττω Ἡρακλῆς, Ar. Ach. 910; vgl. Plat. Epist. VII, 345 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίττω — ἴττω (Α) (βοιωτ. τ. τού γ εν. προστ. τού οἶδα αντί ἴστω, ειδ. ως όρκος) ας γνωρίζει, δηλ. ας είναι μάρτυρας (α. «ἴττω Ζεύς», Πλάτ. β. «ἴττω Ἡρακλῆς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἴττω — οἶδα see perf imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανελίσσω — ἀνελίσσω κ. ίττω (Α) 1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 2. αναπτύσσω, αναλύω 3. μελετώ, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα) 5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω 6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”