ίσμη — ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ μη η λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ του ρ. οἶδα*] … Dictionary of Greek
ἰσμή — knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)