- ἰασιώνη
ἰασιώνη, ἡ, eine Pflanze, eine Convolvolus-Art, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰασιώνη, ἡ, eine Pflanze, eine Convolvolus-Art, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰασιώνη — bindweed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιασιώνη — και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη) δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό τής οικογένειας καμπανουλίδες τής τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω τής ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς… … Dictionary of Greek
ἰασιώνης — ἰασιώνη bindweed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργεμώνη — η (Α ἀργεμώνη) αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη,… … Dictionary of Greek