- ἴρηξ
ἴρηξ, ηκος, ὁ, ion. u. ep. = ἱέραξ, Hes. O. 203 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴρηξ, ηκος, ὁ, ion. u. ep. = ἱέραξ, Hes. O. 203 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίρηξ — ἴρηξ, ηκος, ὁ (Α) ιων. και επικ. τ. τού ιέραξ … Dictionary of Greek
ἴρηξ — ἱέραξ hawk masc nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵρηξ — ἱέραξ hawk masc nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
εύθηρος — εὔθηρος, ον (Α) 1. ο τυχερός στο κυνήγι («εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.) 2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι») 3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα… … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek