ἱαρειάδδω, böot. für ἱερειάζω, = ἱερατεύω, Inscr. 1568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαρειάδδω — ἱαρειάδδω (Α) ιερειάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάρεια (= ιέρεια). Παράλλ. τ. τού ιεράζω] … Dictionary of Greek
ιεράζω — ἱεράζω, βοιωτ. τ. ἱαρειάδδω (Α) [ιερός] υπηρετώ ως ιερέας … Dictionary of Greek