ἴπνον

ἴπνον

ἴπνον, τό, eine Sumpfpflanze, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίπνον — ἴπνον, το (Α) βοτ. το φυτό ψευδιππουρίς η κοινή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά την έλλειψη δασύτητας θεωρείται συγγενές με το ἵππος] …   Dictionary of Greek

  • ἴπνον — mare s tail neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνόν — ἰπνός oven masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνοις — ἴπνον mare s tail neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνου — ἴπνον mare s tail neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνων — ἴπνον mare s tail neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνῳ — ἴπνον mare s tail neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”