ίνις — ἶνις, ὁ, ἡ (Α) 1. γιος ή θυγατέρα 2. σκύμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἶνις προέρχεται πιθ. από *ἔν γν ις, με τροπή τού ε σε ι στην Αρκαδοκυπριακή, αφομοίωση τού γ και έκταση σε μακρό ῑ (πρβλ. τον ίδιο σχηματισμό τού γίνομαι < γίγνομαι). Το γν τού *ἔν γν … Dictionary of Greek
ἶνις — son masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶνιν — ἶνις son masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to bear Deutsche Übersetzung: “erzeugen” Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj … Proto-Indo-European etymological dictionary