ἶδρύω

ἶδρύω

ἶδρύω, aor. pass. ἱδρύνϑην, Hom.; Her. u. Attik. ἱδρύϑην, vgl. Lob. Phryn. 37; sich setzen lassen, niedersetzen; αὐτός τε κάϑησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἵδρυσε ϑρόνῳ ἐνὶ ϑοῦρον Ἄρηα 15, 142; ἵδρυσεν παρὰ δαιτί Od. 3, 37; τὸν παῖδα εἰς ϑρόνους τυραννικοὺς ἵδρυσον, setze ihn auf den Thron, Eur. Ion 1573; ἐλατίνων ὄζων ἔπι Bacch. 1068; übertr., μηδ' ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη, laß ihn nicht sich niederlassen, errege keinen Bürgerkrieg, Aesch. Eum. 824; δεῖ γάρ με εἰς τόνδ' αὖϑις ἱδρῦσαι δόμον Ἄλκηστιν, sie wieder in das Haus einführen, Eur. Alc. 844; – Herodot. 4, 124 τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, halten oder lagern lassen, wie Plut. Timol. 35 u. a. Sp.; στρατόπεδον Hdn. 4, 3, 13; βωμούς 5, 5, 15 (vgl. ἵδρυμα). – Pass. gesetzt werden, gegründet werden; da sitzen, sich ruhig verhalten, τοὶ δ' ἱδρύνϑησαν ἅπαντες, Il. 3, 78. 7, 56; ἐν ϑεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας, die gesetzt worden sind, die sitzen, Aesch. Suppl. 408; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσϑαι χϑονός, wo er sich aufhalte, Soph. Tr. 68; οὐχ ἱδρυτέον, nicht müßig dasitzen darf man, Ai. 796; οὕτως ἀγείτων οἶκος ἵδρυται Eur. El. 1130; vgl. Hel. 826; ἐξ οὗ σφιν πὸ ἱρὸν ἵδρυται, seit der Tempel gegründet worden, Her. 7, 44; so öfter von Tempeln u. Statuen, sie aufrichten u. weihen, bes. im med., ἐνταῦϑα ἵδρυσαι βρέτας Eur. I. T. 1453; ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσϑα Cycl. 290; ὅσοι Διὸς Θηβαιέος ἵδρυνται ἱρόν Her. 2, 42, vgl. 6, 105; ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσϑαι καὶ ἀγάλματα ϑεῶν Plat. Prot. 322 a; ἱερὰ καὶ βωμοὺς ἐν ἰδίαις οἰκίαις ἱδρυόμενοι Legg. X, 910 a; Sp., wie D. Hal. 8, 55; ἥρωες οἱ κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ἱδρυμένοι, die Stammheroen in Athen, denen Bildsäulen u. Altäre geweiht waren, Lycurg. 1. Auch = einsetzen, ὃς Σπαρτοὺς ἄνακτας τῆςδε γῆς ἱδρύσατο Eur. Phoen. 1015; τόνδ' ἐς οἶκον Hel. 46; παρὰ τὴν ϑύραν Ar. Plut. 1 153. – Von Städten, gründen, πόλεις ἱδρύσατο Arist. mund. 6. – Perf. pass. gegründet sein, liegen, ποῠ τὰς Ἀϑήνας φασὶν ἱδρῦσϑαι χϑονός Aesch. Pers. 227; ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα Her. 2, 59; τὴν πόλιν ἱδρῠσϑαι δεῖ τῆς χώρας ἐν μέσῳ Plat. Legg. V, 745 b; Sp. Auch ὃ μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσϑαι λόγος, Plat. Tim. 77 b; πόῤῥω γὰρ ἡδονῆς ἵδρυται καὶ λύπης τὸ ϑεῖον, liegt, ist weit davon entfernt, Ep. III, 315 c; – befestigt sein, fest sein, ὡς ἡ στρατιὰ τῶν Ἀϑηναίων βεβαίως ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσϑαι Thuc. 8, 40; ἀρχὴ σαλεύουσα καὶ παρὰ μηδενὶ βεβαίως ἱδρυμένη Hdn. 2, 8, 6; – τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυϑὲν κακόν, das im Kopfe zuerst seinen Sitz hatte, haftete, Thuc. 2, 49. [Υ ist im Präsens kurz, doch lang bei Eur. Heracl. 786, wo ἱδρύεται der Schluß des Trimeters ist, in den übrigen tempp. lang, kurz bei sp. D., wie ἵδρῠσε, Nonn. D. 4, 22; Man. 3, 80; vgl. Jacob zu Anth. Pal. III, p. 242. Die Accentuation des perf. pass. ἱδρύσϑαι, die sich noch in Bekker's Plat. findet, ist falsch; denn die beiden Stellen des Eur. Hipp. 639 u. Hell. 1130, wo ἵδρυται γυνή u. ἵδρυται φίλων der Schluß des Trimeters ist, entscheiden Nichts neben Heracl. 19, wo der Trimeter mit ἱδρυμένους, u. Hel. 826, wo er mit ἱδρυμένη schließt; eben so Aesch. Suppl. 408; Ar. Plut. 1192; auch ἱδρῡτέον, Pax 889.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρύω — ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres subj act 1st sg ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱδρυνθέντα — ἱδρύω make to sit down aor part pass neut nom/voc/acc pl ἱδρύω make to sit down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • ἱδρυνθεῖσα — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθεῖσαν — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείη — ἱδρύω make to sit down aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείς — ἱδρύω make to sit down aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείσαις — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”