ἵδρωμα

ἵδρωμα

ἵδρωμα, τό, Ausschwitzung, Arist. H. A. 10, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίδρωμα — το ατος, έκκριση ιδρώτα: Το ίδρωμα είναι πολύ ενοχλητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίδρωμα — το [ιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση …   Dictionary of Greek

  • ίδισις — ἴδισις, ἡ (Α) [ιδίω] ίδρωμα …   Dictionary of Greek

  • ανίδρωση — η (Α ἀνίδρωσις) εφίδρωση, έκκριση ιδρώτα, το ίδρωμα …   Dictionary of Greek

  • αφίδρωσις — ἀφίδρωσις, η (Α) [αφιδρώ] εφίδρωση, ίδρωμα …   Dictionary of Greek

  • διίδρωση — η (Α διίδρωσις) [διιδρώ] μεγάλη αφίδρωση νεοελλ. 1. δίοδος υγρού μέσα από τα πορώδη τοιχώματα ενός σώματος όπου εμφανίζεται με μορφή σταγόνων, ίδρωμα 2. ιατρ. το χύσιμο οργανικού υγρού που οφείλεται σε εσωτερική πίεση …   Dictionary of Greek

  • ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] …   Dictionary of Greek

  • εξίδρωση — η 1. η έκκριση ιδρώτα, ίδρωμα, εφίδρωση. 2. (ιατρ.), η παθολογική έξοδος στοιχείων του αίματος από τα αγγεία. 3. (βοτ.), η αποβολή υγρού από τα φυτά σε σταγόνες από τα υδροφόρα στόματα ή από ρωγμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφίδρωση — η ίδρωμα, εμφάνιση ιδρώτα από τους πόρους σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ίδρωμα: Ιδρωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”