- ἶμα
ἶμα, τό, = εἱμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶμα, τό, = εἱμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίμα — ἷμα, τὸ (Α) βλ. είμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι γλώσσα τού Ησύχ. και προφανώς άλλος τ. τής λ. εἷμα] … Dictionary of Greek
ἵμα — ἷμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵματα — ἷμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵματος — ἷμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sē(i)-3, -sǝi- : sī- and sei- : si- — sē(i) 3, sǝi : sī and sei : si English meaning: to bind; strap Deutsche Übersetzung: “binden (also durch Zauber), Strick, Riemen” Material: O.Ind. syáti, sinü ti, sinōti “binds, binds los” (perf. siṣüya, Aor. ásüt, participle… … Proto-Indo-European etymological dictionary
32nd Marines Brigade (Greece) — Infobox Military Unit unit name= 32nd Marines Brigade caption= Coat of Arms of the 32nd Marines Brigade dates= country= Greece branch= Hellenic Army type= Marines role= size= 5 Battalions command structure= I Infantry Division garrison= Volos,… … Wikipedia
II Army Corps (Greece) — Infobox Military Unit unit name=II Corps, Hellenic Army caption= dates=1912 present country=Greece allegiance= branch= type= role= size= command structure= garrison=Veroia garrison label= motto= Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς Either with it, or on it. colors=… … Wikipedia
1st Infantry Division (Greece) — Infobox Military Unit unit name= I Infantry Division caption= Flag of the I Infantry Division dates= 1912 present country= Greece branch= Hellenic Army type= Special Forces role= size= 3 Brigades command structure= First Army garrison= Veroia,… … Wikipedia
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ιμάω — ἱμάω (Α) 1. (κυρίως για νερό πηγαδιού) αντλώ, ανασύρω 2. θηλάζω, απομυζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek
ιμαίος — ἱμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση τού νερού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται πιθ. από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek