- ἶκανο-δότης
ἶκανο-δότης, ὁ, der Genugthuende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶκανο-δότης, ὁ, der Genugthuende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροδότης — νεκροδότης, ὁ (Α) νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δότης) < δίδωμι), πρβλ. ικανο δότης, μισθο δότης] … Dictionary of Greek