- ἵκτης
ἵκτης, ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἵκτης, ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίκτης — ἵκτης, ὁ (ΑΜ) ο ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἱκέτης] … Dictionary of Greek
ἵκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρομ(ε)ίκτης — ὁ, Μ 1. αυτός που αναμιγνύει κρασί με νερό, που νερώνει το κρασί 2. συνεκδ. αυτός που εξαπατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μ(ε)ίκτης (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αιμο μείκτης] … Dictionary of Greek
γλωσσομ(ε)ίκτης — ο αυτός που χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία διαφορών εποχών ή στοιχεία διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μικτης < μείγνυμι. Η λ. (στον λόγιο τ. γλωσσομίκται), μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
Count of the Stable — The Count of the Stable (Latin: comes stabuli; Greek: κόμης τοῦ σταύλου/στάβλου, komēs tou staulou/stablou) was a late Roman and Byzantine office responsible for the horses and pack animals intended for use by the army and the imperial court.[1]… … Wikipedia
ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… … Dictionary of Greek
ἀνοίκτην — ἀνο̄ίκτης masc acc sg (attic epic ionic) ἀνοίκτης one who opens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτης — ἀνο̄ίκτης masc nom sg ἀνοίκτης one who opens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτου — ἄνοικτος pitiless masc/fem/neut gen sg ἀνο̄ίκτης masc gen sg ἀνοίκτης one who opens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)