ἶερᾱ-φόρος

ἶερᾱ-φόρος

ἶερᾱ-φόρος, das Opfergeräth tragend, Plut. de Is. et Os. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιεραφόρος — ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνο φόρος, κωνο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… …   Dictionary of Greek

  • κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Σκιροφόρια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Την τελούσαν στις 12 του μηνός Σκιροφοριώνα (Ιούνιος Ιούλιος). Στο διάστημα της γιορτής μεταφερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη στην Ιερά Οδό το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον), και κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο …   Dictionary of Greek

  • φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”