- ἶερο-κόμος
ἶερο-κόμος, od. ἱεροκόμας, ὁ, den Tempel besorgend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶερο-κόμος, od. ἱεροκόμας, ὁ, den Tempel besorgend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροκόμος — νεκροκόμος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για την ταφή τών νεκρών, που κηδεύει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιερο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek