- ἶερο-φάντωρ
ἶερο-φάντωρ, ορος, ὁ, = ἱεροφάντης, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶερο-φάντωρ, ορος, ὁ, = ἱεροφάντης, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανοφάντωρ — ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, ορος) (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντωρ] … Dictionary of Greek