ἶερο-φόρος

ἶερο-φόρος

ἶερο-φόρος, = ἱεραφόρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριοφόρος — θριοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει μαντευτικές ψήφους, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί + φόρος < φέρω (πρβλ. ιερο φόρος, υδρο φόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κρατεροφόρος — κρατεροφόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θερμο φόρος, ιερο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ξένιος — ξένιος, ία, ον, αττ. τ. ξένιος, ον, ιων. τ. ξείνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία 2. ξένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”