- ἶερο-σῡλία
ἶερο-σῡλία, ἡ, dasselbe, Plat. neben κλοπαί, Rep. IV, 443 a; Xen. Apol. 25 Is. 8, 39 Dem. 24, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶερο-σῡλία, ἡ, dasselbe, Plat. neben κλοπαί, Rep. IV, 443 a; Xen. Apol. 25 Is. 8, 39 Dem. 24, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροσυλία — η (Α νεκροσυλία) σύληση τού νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλία (< συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο συλία, ιερο συλία] … Dictionary of Greek