- παντ-ήκοος
παντ-ήκοος, Alles hörend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-ήκοος, Alles hörend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντήκοος — ον, Α αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek