- ἶερό-ληπτος
ἶερό-ληπτος, begeistert, Man. 4, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἶερό-ληπτος, begeistert, Man. 4, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόληπτος — νεόληπτος, ον (Α) αυτός που συνελήφθη πρόσφατα ή αυτός που υποτάχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. ιερό ληπτος] … Dictionary of Greek