- παν-τέλειος
παν-τέλειος, = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν ϑεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-τέλειος, = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν ϑεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πανεντελής — ές, Α εντελώς τέλειος, τελειότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐντελής «τέλειος»] … Dictionary of Greek
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
Hermetisme — Hermétisme Courants du Moyen Âge Hermétisme Alchimie Péripatétisme Augustinisme Avicennisme Thomisme Averroïsme … Wikipédia en Français
Hermétique — Hermétisme Courants du Moyen Âge Hermétisme Alchimie Péripatétisme Augustinisme Avicennisme Thomisme Averroïsme … Wikipédia en Français
Hermétisme — Représentation du dieu Hermès Trismégiste Hermétisme peut prendre trois sens différents[1]. Le mot désigne ainsi : une doctrine ésotérique fondée sur des écrits de l époque gréco romaine attribués à l inspiration du dieu … Wikipédia en Français
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
παναρμόνιος — α, ο (ΑΜ παναρμόνιος, ον) 1. αυτός που περιλαμβάνει όλους τους μουσικούς τρόπους και όλες τις μουσικές κλίμακες, τελείως αρμονικός, αρμονικότατος, γεμάτος αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. το παναρμόνιο(ν) μουσικό όργανο με το οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek
πανδαίδαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. κατεργασμένος με πολύ λεπτή τέχνη, περίτεχνα διακοσμημένος, τεχνικότατος 2. το αρσ. ως ουσ. άριστος τεχνίτης, τέλειος στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαίδαλος (πρβλ. πολυ δαίδαλος)] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek