ἵππ-αρχος

ἵππ-αρχος

ἵππ-αρχος, , Anführer der Reiterei; καὶ στρατηγοί Plat. Legg. VIII, 847 d, öfter; Xen. Conv. 1, 4, bes. in Athen; bei den Römern tuagister equitum, Plut. – Bei Pind. P. 4, 45 heißt so Poseidon. – Vgl. ἱππάρχης, die spätere Form.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράταρχος — κράταρχος, ὁ (Μ) κρατάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + αρχος (< ἀρχός), πρβλ. δήμ αρχος, ίππ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • κληρουχαρχώ — κληρουχαρχῶ, έω (Α) (είμαι επικεφαλής μιας ομάδας κληρούχων, διοικώ μια κληρουχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληροῦχος + αρχῶ (< αρχος < ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δημ αρχώ, ιππ αρχώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”