ἰόεις

ἰόεις

ἰόεις, εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίϑει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα ϑάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐϑετοῠντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῠντα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰόεις — violet coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… …   Dictionary of Greek

  • ἰόεντα — ἰόεις violet coloured neut nom/voc/acc pl ἰόεις violet coloured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοέσσης — ἰόεις violet coloured fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόεντας — ἰόεις violet coloured masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόεντι — ἰόεις violet coloured masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόεσσα — ἰόεις violet coloured fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόεσσαν — ἰόεις violet coloured fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”