- ἰωχμός
ἰωχμός, ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰωχμός, ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιωχμός — ἰωχμός, ὁ (Α) ιωκή*, καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ , < ἰωκή (πρβλ. πλο χμός, ρω χμός). Η μακρότητα τού αρκτικού ι οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ἰωχμός — ἰ̱ωχμός , ἰωχμός the rout masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ἰωχμοῖο — ἰ̱ωχμοῖο , ἰωχμός the rout masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμοῦ — ἰ̱ωχμοῦ , ἰωχμός the rout masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμούς — ἰ̱ωχμούς , ἰωχμός the rout masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμόν — ἰ̱ωχμόν , ἰωχμός the rout masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)