ἰωτακισμός

ἰωτακισμός

ἰωτακισμός, , der im Vorigen bemerkte Fehler in der Aussprache, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιωτακισμός — ὁ (AM ἰωτακισμός) νεοελλ. 1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά… …   Dictionary of Greek

  • ιωτακισμός — ο προφορά των η, υ, ει, οι, υι ως (ι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Iotazismus — (altgr. ἰωτακισμός, lat. iotacismus, zum griechischen Buchstaben Iōta ἰῶτα) bezeichnet die Aussprache des altgriechischen Buchstaben Ēta als [i], siehe Itazismus im Altgriechischen die überbetonte silbische Aussprache eines Iota zwischen zwei… …   Deutsch Wikipedia

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ερίγμη — ἐρίγμη, ἡ (Α) βλ. έρεγμα και έριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. (αντί ει ) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ητακισμός — ο η προφορά τού γράμματος ήτα ως ēta (ανοικτού μακρού ε και όχι ως ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < etacismus < eta, προφορά τού η ως μακρού ε κατά την ερασμική θεωρία (πρβλ. ιωτακισμός, ρωτακισμός, τσιτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ρωτακίζω — ΝΑ προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου νεοελλ. 1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό 2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ψικισμός — ο, Ν μερικός τραυλισμός κατά την προφορά τού ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψι, κατά τα ρωτακισμός, ιωτακισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”