- ἰχθύ-βοτος
ἰχθύ-βοτος, von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθύ-βοτος, von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθύβοτος — ἰχθύβοτος, ον (Α) περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού βοτος, ιππό βοτος] … Dictionary of Greek