- ἰχθύ-κεντρον
ἰχθύ-κεντρον, τό, = ἰχϑυόκεντρον, Poll. 10, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθύ-κεντρον, τό, = ἰχϑυόκεντρον, Poll. 10, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθύκεντρον — ἰχθύκεντρον και ἰχθυόκεντρον, τὸ (Α) τρίαινα, καμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κέντρον «κεντρί»] … Dictionary of Greek