ἰχθύϊνος

ἰχθύϊνος

ἰχθύϊνος, dasselbe, ἔλαιον Ael. H. A. 17, 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθύινος — ἰχθύϊνος, ΐνη, ον (Α) [ιχθύς] ιχθυηρός* …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυίνῳ — ἰχθύινος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”