- ἰχθυο-θήρας
ἰχθυο-θήρας, ὁ, Fischjäger, Fischer, Sp., z. B. Schol. Lycophr. 1200.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυο-θήρας, ὁ, Fischjäger, Fischer, Sp., z. B. Schol. Lycophr. 1200.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιοθηρία — ἰδιοθηρία, ἡ (Α) το να κυνηγά κάποιος στα κτήματά του και για δικό του όφελος («τέχνης οἰκειωτικῆς, θηρευτικῆς... ἰδιοθηρίας», Πλάτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + θηρία ( θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ανθρωπο θηρία, ιχθυο θηρία] … Dictionary of Greek
ταυροθηρία — ἡ, Α εορτή προς τιμήν τού Ποσειδώνος στη διάρκεια τής οποίας γινόταν κυνήγι ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + θηρία (< θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ἰχθυο θηρία] … Dictionary of Greek