παντ-άναξ

παντ-άναξ

παντ-άναξ, ακτος, = παντάρχης, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παντάναξ — ακτος, ο, θηλ. παντάνασσα, ΝΜΑ 1. βασιλέας τών πάντων, άρχοντας τού κόσμου («Υἱὲ θεοῡ παντάναξ», Ακολουθ. Μεγ Παρασκευής 2. το θηλ. (προσωνυμία τής Θεοτόκου) βασίλισσα τού σύμπαντος («ἡ παντάνασσα Μητροπάρθενος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”