- ἰχθυο-βόλος
ἰχθυο-βόλος, = ἰχϑυβόλος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυο-βόλος, = ἰχϑυβόλος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοβόλος — θερμοβόλος, ον (Α) αυτός που αναδίδει θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βόλος < βάλλω (πρβλ. ακοντο βόλος, δικτυο βόλος, ιχθυο βόλος)] … Dictionary of Greek
τριγλοβόλος — ον, Α αυτός που ψαρεύει μπαρμπούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἰχθυο βόλος] … Dictionary of Greek