- ἰχθυο-τροφεῖον
ἰχθυο-τροφεῖον, τό, Fischteich, wo Fische gehalten werden; Ath. V, 208 a XII, 541 f; D. Sic. 11, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυο-τροφεῖον, τό, Fischteich, wo Fische gehalten werden; Ath. V, 208 a XII, 541 f; D. Sic. 11, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek