- ἰχθυ-βόρος
ἰχθυ-βόρος, Fische essend, λαρίδες Leon. Tar. 74 (VII, 652).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυ-βόρος, Fische essend, λαρίδες Leon. Tar. 74 (VII, 652).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek