- ἰχθυό-κολλα
ἰχθυό-κολλα, ἡ, Fischleim, Hausenblase, Geopon., Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυό-κολλα, ἡ, Fischleim, Hausenblase, Geopon., Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστεόκολλον — ὀστεόκολλον, τὸ (Μ) κόλλα που λαμβάνεται από τα οστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κολλον (< κόλλα), πρβλ. ιχθυό κολλον] … Dictionary of Greek
κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] … Dictionary of Greek