- ἰχθυό-βρωτος
ἰχθυό-βρωτος, von Fischen gefressen, Plut. Symp. 4, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυό-βρωτος, von Fischen gefressen, Plut. Symp. 4, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιπόβρωτος — και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, πός «σαράκι» + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ιχθυό βρωτος, φθειρό βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με… … Dictionary of Greek
κυνόβρωτος — κυνόβρωτος, ον (Α) αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βρωτός (< βι βρώσκω), πρβλ. θηριό βρωτος, ιχθυό βρωτος] … Dictionary of Greek
μυόβρωτος — μυόβρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό βρωτος] … Dictionary of Greek