Ιχναίος — Ἰχναῑος, ία, ον (Α) 1. (επίθ. τής Θέμιδος και τής Νεμέσεως) αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Ίχναι τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να προέρχεται είτε από τον τ. ἴχνος από το τοπωνύμιο Ἴχναι] … Dictionary of Greek
ἰχναῖος — of Ichnae in Thessaly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχναίων — Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem gen pl Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχναίη — Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχναίην — Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχναία — Ἰχναί̱ᾱ , Ἰχναῖα fem nom/voc/acc dual Ἰχναίᾱ , Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem nom/voc/acc dual Ἰχναίᾱ , Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχναία — ἰχναί̱ᾱ , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem nom/voc/acc dual ἰχναί̱ᾱ , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχναίας — Ἰχναί̱ᾱς , Ἰχναῖα fem acc pl Ἰχναί̱ᾱς , Ἰχναῖα fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰχναίᾱς , Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem acc pl Ἰχναίᾱς , Ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχναίας — ἰχναί̱ᾱς , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem acc pl ἰχναί̱ᾱς , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχναίων — ἰχναί̱ων , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly fem gen pl ἰχναί̱ων , ἰχναῖος of Ichnae in Thessaly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek