- ἰχν-ηλάτης
ἰχν-ηλάτης, ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Uebertr., δεινοῦ τῆς ἀληϑείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχν-ηλάτης, ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Uebertr., δεινοῦ τῆς ἀληϑείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηληλάτης — ο οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλάτης, κωπ ηλάτης] … Dictionary of Greek
κωπηλάτης — ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης) αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.) νεοελλ. στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες ομοταξία χιτωνοζώων αρχ. φρ. («κωπηλάτης πολύπους» είδος πολύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρινηλάτης — ο / ῥινηλάτης, ΝΑ αυτός που βρίσκει τα ίχνη με τη μύτη, με την όσφρηση («κύων ῥινηλάτης», Ιουλ. Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
καμηληλασία — η (Α καμηληλασία) η οδήγηση καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλασία, κωπ ηλασία] … Dictionary of Greek
κυνηλατώ — κυνηλατῶ, έω (Α) κυνηγώ με κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλατῶ (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλατῶ, κωπηλατῶ. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek