- ἰχνο-βάτης
ἰχνο-βάτης, ὁ, die Spur betretend, verfolgend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχνο-βάτης, ὁ, die Spur betretend, verfolgend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροβάτης — νευροβάτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο βάτης, καρκινο βάτης] … Dictionary of Greek