- ἰφι-γένητος
ἰφι-γένητος, mit Kraft erzeugt, poet, bei Euseb. praep. ev. 13, 12, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰφι-γένητος, mit Kraft erzeugt, poet, bei Euseb. praep. ev. 13, 12, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιφιγένητος — ἰφιγένητος, ον (Α) αυτός που γίνεται, που δημιουργείται με δύναμη, δυνατός («ἰφιγένητον πῡρ», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶφι «ισχυρά» + γενητός (< γίγνομαι), πρβλ. αει γένητος, αυτο γένητος] … Dictionary of Greek