ἰυγμός

ἰυγμός

ἰυγμός, , das Geschrei; Jubelgeschrei, Jauchzen, Il. 18, 572; Wehgeschrei, Klage, ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Aesch. Ch. 26, τί δῆτ' ἰυγμῶν ἥδ' ἐδεῖτο συμφορά Eur. Heracl. 127. bei Hom. lang.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιυγμός — ἰυγμός, ὁ (Α) [ιύζω] 1. βοή, κραυγή χαράς 2. κραυγή οδύνης …   Dictionary of Greek

  • ἰυγμός — shout of joy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγμοῖσι — ἰυγμός shout of joy masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγμοῦ — ἰυγμός shout of joy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγμῶν — ἰυγμός shout of joy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυγμῷ — ἰυγμός shout of joy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • южать — юзжать визжать, плакать, стонать от боли , новгор., воронежск., тамб. (Даль), южить плакать без причины , петерб. (Даль). Сближают с греч. ιῡγή возглас ликования, скорби , ἰύζω кричу , ἰυγμός м. крик , лат. iūbilō, ārе ликовать, напевать (Горяев …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… …   Dictionary of Greek

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • ἰυγμῶι — ἰυγμῷ , ἰυγμός shout of joy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • i̯ū̆ 2 —     i̯ū̆ 2     English meaning: exclamatory interjection     Deutsche Übersetzung: Ausruf, especially Jauchzen     Material: Gk. ἰαυοῖ “juche!” (ἰαῦ, ἰύ:), ἰύ: “ interjection of amazement”; with silbischem, to Teil langem i (ī̆u ) reiht sich an… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”