ἰτητέον

ἰτητέον

ἰτητέον, = ἰτέον, man muß gehen, Ar. Nubb. 131 Diphil. B. A. 100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰτητέον — masc acc sg ἰτητέον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ …   Dictionary of Greek

  • ιτάω — ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση τού ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. τάω (πρβλ. οπ τάω, ώ)] …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ei- —     ei     English meaning: to go     Deutsche Übersetzung: “gehen”     Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ     Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”