ἰτρίς, ίδος, ἡ, = ἴτριον, Eust. 1632.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιτρίς — ἰτρίς, ἡ (Μ) ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ίτριον] … Dictionary of Greek