ἰσ-ήγορος

ἰσ-ήγορος

ἰσ-ήγορος, gleichberechtigt zu sprechen, Poll. 6, 174.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… …   Dictionary of Greek

  • ομοήγορον — ὁμοήγορον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅμοιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, παρ ήγορος, κατ ήγορος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • παρήγορος — η, ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, ον, Α αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός αρχ. 1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ.… …   Dictionary of Greek

  • ευήγορος — εὐήγορος, ον (Α) αυτός που λέει καλά, αίσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * ηγορος (< αγορεύω), πρβλ. παρ ήγορος, συν ήγορος] …   Dictionary of Greek

  • ισήγορος — ἰσήγορος, ον (Α) αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήγορος (< ἀγορά) το η λόγω τής συνθέσεως , πρβλ. κατ ήγορος, συν ήγορος] …   Dictionary of Greek

  • ισοπροσήγορος — ἰσοπροσήγορος, ον (Α) σταθερός στη συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προσ ήγορος πρβλ. μισο προσ ήγορος, (φιλο προσ ήγορος)] …   Dictionary of Greek

  • κομπηγόρος — κομπηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, δικ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυηγόρος — ον, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηγορος (< ἀγορά «συνέλευση, συζήτηση»), πρβλ. δικ ηγόρος, κακ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… …   Dictionary of Greek

  • χρησμηγόρος — ον, Α αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, ἐτυμ ηγόρος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”