- ἰσ-ήριθμος
ἰσ-ήριθμος, p. = ἰσάριϑμος; υἱεῖς Antp. Th. 16 (IX, 59), εὐεπία Leon. Al. 13 (VI, 328), öfter in Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσ-ήριθμος, p. = ἰσάριϑμος; υἱεῖς Antp. Th. 16 (IX, 59), εὐεπία Leon. Al. 13 (VI, 328), öfter in Anth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήριθμος — νήριθμος, ον (Α) αναρίθμητος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀριθμός (πρβλ. ισ ήριθμος)] … Dictionary of Greek