- ἰσάκις
ἰσάκις, gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσάκις, gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσάκις — the same number of times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάκις — (Α ἰσάκις) [ίσος] επίρρ. 1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.) 2. σε ίσα μέρη νεοελλ. (λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά … Dictionary of Greek
ԶՈՒԳԻՑՍ — ( ) NBH 1 0750 Chronological Sequence: 6c մ. ἵσακις pariter ուստի Զուգիցս զոյգ. ἵσακις ἵσος pariter par որպէս թ. պառ պարապար. Հաւասարապէս, նոյնչափ. կրկնակի. կրկնակ. *Երեւեցուցանէ եւ զչորեքանկիւնին զչորրորդն՝ զուգիցս զոյգն (այսինքն երկիցս երկու).… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek