ἰσο-μήκης

ἰσο-μήκης

ἰσο-μήκης, ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυμήκης — εὐθυμήκης, ες (Α) μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + μηκης < μήκος (πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης)] …   Dictionary of Greek

  • ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • πολυμήκης — ύμηκες, Α πολύ μακρύς (α «πολυμήκης αὐλός» β. «πολυμήκεις στίχοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • τανυμήκης — ύμηκες, Α τεταμένος κατά μήκος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”