- ἰσο-μέτρητος
ἰσο-μέτρητος, gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-μέτρητος, gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραμέτρητος — ον, Α αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις μετρητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μετρητός (< μετρῶ), πρβλ. ἰσο μέτρητος] … Dictionary of Greek
ισομέτρητος — ἰσομέτρητος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.) επίρρ... ἰσομετρήτως (Α) ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο τής χρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μετρητος (<… … Dictionary of Greek