ἰσο-μερής

ἰσο-μερής

ἰσο-μερής, ές, von gleichen Theilen, gleichen Theil erhaltend, Ath. IV, 143 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομερής — μεγαλομερής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από μεγάλα μέρη («τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα», Πλάτ.) 2. μεγαλοπρεπής, πολυτελής. επίρρ... μεγαλομερῶς (Α) 1. με μεγαλομερή σύσταση 2. μεγαλοπρεπώς («ὁ δῆμος μεγαλομερῶς ἐψηφίσατο» …   Dictionary of Greek

  • μικρομερής — και σμικρομερής, ές (Α) αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. επίρρ... μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α) σε μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ. ισο μερής] …   Dictionary of Greek

  • μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… …   Dictionary of Greek

  • ταυτομερής — ές, Ν 1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που παρουσιάζει ταυτομέρεια* 2. βιολ. (για συζευκτικό νευρώνα) αυτός τού οποίου τα διάφορα μέρη εμπεριέχονται στο ίδιο ημιμόριο τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomere < ταυτ(ο) * …   Dictionary of Greek

  • ισομερής — ές (ΑΜ ἰσομερής, ές) αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη νεοελλ. (χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο τής ισομέρειας μσν. ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.) αρχ. αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”