- ἰσο-βαρής
ἰσο-βαρής, ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-βαρής, ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροβαρής — ές (Μ ἑτεροβαρής, ές) αυτός τού οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά νεοελλ. εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»). επίρρ... ετεροβαρώς κατά ετεροβαρή,… … Dictionary of Greek
λιποβαρής — ές ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο τού κανονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιο βαρής, ισο βαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νεκροβαρής — νεκροβαρής, ές (Α) (για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής, θυμο βαρής] … Dictionary of Greek
ολιγοβαρής — ές (Μ ολιγοβαρής, ές) αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής] … Dictionary of Greek
ομοιοβαρής — ές (Α ὁμοιοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής] … Dictionary of Greek
παντοβαρής — ές, Α βαρύς για όλους, επαχθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής] … Dictionary of Greek
τετραβαρής — ές, Α τετραπλάσιος σε βάρος («τετραβαρήων πλίνθων καυάγματα», Αλκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἰσο βαρής] … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
ανισοβαρής — ές (και ανισόβαρος, η, ο) (Α ἀνισοβαρής) αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλο νεοελλ. ἄδικος, ἄνισος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
ναυβαρώ — ναυβαρῶ, έω (Α) φορτώνω πλοίο υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. ισο βαρώ] … Dictionary of Greek