ἰσο-κέφαλος

ἰσο-κέφαλος

ἰσο-κέφαλος, gleichköpfig, Ibyc. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μικροκέφαλος — η, ο (ΑΜ μικροκέφαλος, ον) αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ισοκέφαλος — η, ο (Α ἰσοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο αρχ. συγκεχυμένος, ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο κέφαλος, ορθο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”